- ηώθεν
- ἠῶθεν και δωρ. τ. ἀῶθεν (Α)επίρρ.1. από το πρωί, από την αυγή («ἠῶθεν δ' ἀγορήνδε καθεζώμεθα», Ομ. Οδ.)2. αύριο, το επόμενο πρωί (ἠῶθεν δέ κεν ὕμμιν ὁδοιπόριον παραθείμην», Ομ. Οδ.)3. πρωί πρωί, κατά το πρωί.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηώς + -θεν, κατάλ. δηλωτική τής αφετηρίας].
Dictionary of Greek. 2013.